- τριμεριεῖς
- τριμερίζωdivide into three partsfut ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στοχάζομαι — ΝΜΑ [στόχος] προσπαθώ να εικάσω, φαντάζομαι πώς είναι κάτι ή κάποιος (α. «πως είν τής Αυγούλας ο Ανθός εστοχάσθη», Σολωμ. β. «στοχάσου τώρα τὴν φρικτὴν ἐμὴν ἀνδραγαθίαν», Διγεν. Ακρ. γ. «τῆς τότε διανοίας τοῡ τιθέντος αὐτὰ ἐστοχάσθαι», Πλάτ.)… … Dictionary of Greek
τριμερίζω — Α [τριμερής] διαιρώ σε τρία μέρη («τριμεριεῑς τὰ ὅρια τῆς γῆς σου», ΠΔ) … Dictionary of Greek